slider-1
slider-2
slider-3
slider-4
slider-5
slider-6
slider-7
slider-8
slider-9
slider-10
previous arrow
next arrow
Shadow

ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΠΥΡΡΑ –  ΕΛΛΗΝΑΣ

Η ευρύτερη περιοχή της Λαμίας, ως πρωτεύουσα της Φθιώτιδας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι συνδέεται άμεσα με τη μυθολογική δημιουργία του ελληνικού κόσμου. Στην Ελληνική Μυθολογία υπάρχει η ιστορία του κατακλυσμού στα χρόνια του Δευκαλίωνα, θυμίζοντάς μας τη βιβλική ιστορία του κατακλυσμού και της κιβωτού του Νώε.

Πηγή εικόνας: Wikipedia

Ο Δευκαλίωνας, γιος του Προμηθέα και της Κλυμένης, παντρεύτηκε την κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, Πύρρα, και ήταν βασιλιάς στη Φθία. Ο Δίας, όμως, αποφάσισε να τιμωρήσει το «χάλκινο» γένος των ανθρώπων με ραγδαίο κατακλυσμό. Ο Προμηθέας προστατεύοντας τον γιο του, Δευκαλίωνα, τον συμβούλεψε να δημιουργήσει μία «λάρνακα», μία κιβωτό δηλαδή, και να τοποθετήσει μέσα τρόφιμα και να σωθεί μαζί με τη γυναίκα του.

Μετά από 9 ημέρες και 9 νύχτες, η κιβωτός προσέγγισε τον Παρνασσό (ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή την Όθρυ) και, όταν σταμάτησαν οι βροχές, ο Δευκαλίωνας βγήκε έξω από αυτή και έκανε θυσία στον Δία. Μετά από χρησμό. ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα έδεσαν τα μάτια τους με πανί, ώστε να μη βλέπουν, και άρχισαν να πετάνε πέτρες προς τα πίσω, από τις οποίες δημιουργήθηκαν άνθρωποι. Συγκεκριμένα, από τους λίθους του Δευκαλίωνα δημιουργήθηκαν οι άντρες και από τους λίθους της Πύρρας οι γυναίκες. Από αυτό το γεγονός ονομάστηκαν οι άνθρωποι «λαός», καθώς η συγκεκριμένη λέξη προέρχεται ετυμολογικά από το «λαάς» που σημαίνει πέτρα.

Επομένως, το ζευγάρι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας υπήρξαν οι προπάτορες της ελληνικής μυθολογίας. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Αμφικτύονα, την Πρωτογένεια και τον Έλληνα, από τον οποίο ονομάστηκε ολόκληρο το ελληνικό έθνος. Ο Έλληνας με τη νύμφη Οθρυΐδα απέκτησαν τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο. Ο Ξούθος απέκτησε με τη σειρά του δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα. Κατά συνέπεια, έτσι δημιουργήθηκαν τα τέσσερα βασικά ελληνικά φύλα, δηλαδή οι Αιολείς, οι Δωριείς, οι Αχαιοί και οι Ίωνες.

(Πανταζής.  1879)