Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΤΟΥ ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ «ΝΙΚΗΦΟΡΟ»
Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ (πηγή: Wikipedia)
Χαρακτηριστική είναι και η διήγηση ενός ατόμου που πήρε μέρος στην ανατίναξη της γέφυρας, του Δ. Ν. Δημητρίου, του γνωστού «Νικηφόρου», στενού συνεργάτη του Άρη Βελουχιώτη. Συγκεκριμένα αναφέρει:
«…Θέλαμε δυό ή τρεις ανατινάξεις ακόμα.. Πόση ώρα θα πήγαινε συνέχεια αυτή η δουλειά; Και ο εχθρός θα ερχόταν σίγουρα με πολλές ενισχύσεις. Έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικά το χιλιόμετρο που είχανε να βαδίσουν, από το σημείο που είχε πιάσει η ομάδα μας να ανατινάξει τη γραμμή έως το γεφύρι. Φώναξα στο τμήμα απέναντι, ν΄ αρχίσουν να περνάνε μερικοί δώθε και η υπόλοιπη δύναμη να πάρει τα μέτρα της και προς το χωριό. Το τραίνο, στο μεταξύ προχωρούσε αργά, κούφ- κούφ, όλο δισταγμούς σα να οσμιζόταν κι αυτό τον κίνδυνο. Και ξάφνου, άστραψε αναλαμπή στο μέρος που ΄χε γίνει η υπονόμευση, τραντάχτηκε ο τόπος απ΄την έκρηξη κι άρχισε μεμιάς ένα πανδαιμόνιο εκεί κάτω, όπλα, αυτόματα, χειροβομβίδες.
Το τραίνο, σαν ένα χέρι οργισμένο να το ΄σπρωξε πίσω βίαια με την έκρηξη, να έριξε τη μηχανή απάνω στα βαγόνια κι έγινε σα χαλασμός. Τα τρακαρίσματα βαγόνι με βαγόνι απ΄την αρχή ως το τέλος. Άρχισαν και οι Ιταλοί να ρίχνουν στους δικούς μας, άλλοι πηδούσαν έξω από το τραίνο – και τότε έβγαλε κάτι οργισμένα ξεφυσητά η μηχανή, όρμησε σα μαινάδα μπροστά και σέρνοντας πίσω όλη τη σειρά τα βαγόνια, πέρασε το ανατιναγμένο μέρος. Ώσπου να συνέλθουμε, το τραίνο ξεμπουκάριζε ακάθεκτο ίσια κάτω από τα πόδια μας μέσα στο μικρό σταθμό. Ορμήσαμε κάτω κι εμείς κι αρχίσαμε να ρίχνουμε με λύσσα. …
-Α, ρε Έλληνες! Με φάγατε – ακούμε τότε από τη μηχανή, μια απελπισμένη φωνή….
Το τραίνο, το χαβά του. Σερνόταν ακόμα. Τον προσπέρασε το σταθμό και κυλούσε συνέχεια. Σπίθιζαν από κάτω πλήθος πυκνό οι φωτίτσες, οι ιταλικές αραβίδες που μας πυροβολούσαν, Τινάξαμε δυνατά μερικές μίλς και ρόχαξε το βουνό. «Αν κατηφορίσουν κάτω από το σταθμό- αναστατώθηκα ξαφνικά- και ριχτούν στο βάθος στο ποτάμι!…». Έπρεπε να κατεβούμε ως τη γραμμή και παρακάτω ακόμα να τους σκορπίσουμε, να προστατέψουμε τους σαμποτέρ!… Γύρισα να φωνάξω. Και τότε, άρχισε ν΄ αντηχεί χαρωπή η σφυρίχτρα μας μέσα στο σκοτεινό χάος, – «φρρρ! φρρρ! φρρρ!…». Άρχισαν ν΄ αλλαλάζουν παντού φωνές ανταρτών, χαρούμενες στεντόρειες ιαχές. Και σε λίγο κλώτσησε μια τέτοια αναλαμπή μέσα στα μάτια μας κι έγινε ένας τέτοιος δαιμονικός χαλασμός, σα να χοροπήδησε πολλές φορές το βουνό στη θέση του, σα να βγήκε από τα έγκατα της γης ένας τερατώδης βρυχηθμός και το φαράγγι να ΄χε γίνει γιγάντιες μασέλες συστραμένες από ένα καταχθόνιο θυμό. Ακούστηκε μεμιάς και δεύτερος χαλασμός, βροχή τα σίδερα και τα λιθάρια που σωριάζονταν. Κάμαμε να ανασηκωθούμε, αλλά φτάνανε απάνω μας κομμάτια σίδερα σφυρίζοντας, μπήγονταν στο χώμα γύρω μας με κούφια φονική ορμή. «Φυλαχτείτε! Φυλαχτείτε!» ακούγονταν ανάστατες φωνές. Έπαψε η βροχή αυτή κι ανασηκωθήκαμε.
Ο άγριος όμως χαλασμός εξακολουθούσε. Όλα τα φαράγγια μούγγριζαν. Κι ορμούσανε από παντού οι βρυχηθμοί, σμίγανε μέσα στον κάμπο σ΄ ένα εφιαλτικό ανακύλησμα, χτυπούσαν στην αντικρυνή βουνοσειρά της Λαμίας, έρχονταν πάλι πίσω, αναρόχαζε η δική μας πλαγιά και τους ξανάστελνε, σαρωνόταν έτσι όλη η κοιλάδα, ο Σπερχειός, μια προς τα δω μια προς τα κει, σα να αλώνιζε τρελά τον τόπο ένας παραφρονημένος Εγκέλαδος. Εξακολουθούσε ώρα πολλή συνέχεια το άγριο εκείνο μεγαλείο, ξεθυμαίνοντας αργά, δόσεις- δόσεις ψηλά προς τις κορφές των βουνών και προς το άνοιγμα στη θάλασσα της Εύβοιας και χωνεύοντας λίγο- λίγο μέσα το βαρύ λασπωτό χώμα του κάμπου. Μέναμε περίδεοι κι εκμηδενισμένοι. Και οι Ιταλοί, το ίδιο. Μόνο η μηχανή ξεφύσαινε αργά και κύλαγε, σα να ΄ταν ένα παράλογο υπόλειμμα από κίνηση μέσα σε κείνη τη συντέλεια, σάμπως μια σατανική δύναμη να την έσπρωχνε στη συντριμμένη γέφυρα- ούτε εκατό μέτρα μπροστά- να την αποτελειώσει κι αυτή. Και τότε, πατ! Πατ! Αυλάκωσαν το σκοτάδι οι δύο κόκκινες φωτοβολίδες μέσα από το βάθος του ποταμιού κι αναπηδήσαμε έκθαμβοι, ότι είχαμε τελειώσει. Καινούριοι θριαμβευτικοί αλαλαγμοί από παντού οι αντάρτες. Πεταχτήκαμε όρθιοι κι εμείς, κι ακράτητοι σκαρφαλώσαμε στην κορφή στο βράχο. Μπήξαμε τις φωνές ότι, πάει, είχε ξοφλήσει η γέφυρα. Από παντού γινόταν πανζουρλισμός. Είχανε συνέλθει και οι Ιταλοί. Τρέχανε σαν τρελοί προς τη μηχανή του τραίνου τους, πηδούσαν όλοι έξω απ΄τα βαγόνια με μια έξαλλη βιασύνη και φώναζαν αλλαλιασμένοι στον οδηγό, οργισμένοι μαζί του:
– Αααλτ! Αααλτ! Καπούτ πόντο! Καπούτ πόντο! Αααλτ! (Ας ληταν Ιταλοί, καπούτ φώναζαν).
Εμείς ήταν γλέντι η υπόθεση.
– Καπετάνιε! Φώναξα στον Άρη.
– Ε- εεε! Ακούσαμε χαρούμενες φωνές από τη θέση του.
– Τελειώσαμεε!…»
(Δημητρίου, 1965)